- ταυτομερείωση
- η, Νχημ. χημική αντίδραση η οποία συνίσταται στη μετατροπή μιας χημικής ένωσης σε ταυτομερή της.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. tautomerisation < tautomere (βλ. ταυτομερής)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.